γνοφώ

γνοφώ
γνοφῶ (-όω) (AM) [γνόφος]
σκεπάζω με σκοτάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γνόφῳ — γνόφος darkness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνόφωι — γνόφῳ , γνόφος darkness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκρυφής — θεοκρυφής, ές (Μ) αυτός που κρύβει τον θεό, αυτός που καλύπτει τον θεό («ἐν θεοκρυφεῖ γνόφῳ» >). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρυφής (< κρύπτω), πρβλ. ευ κρυφής, νυκτι κρυφής] …   Dictionary of Greek

  • υπογνοφούμαι — όομαι, Μ σκυθρωπάζω («ὑπεγνοφοῡτο τὸ πρόσωπον», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γνοφῶ «σκοτεινιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”